- πετιέμαι
- βλ. πετώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετιέμαι — πετιέμαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 65 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πετιέμαι — πετάχτηκα 1. τινάζομαι απότομα, σηκώνομαι από τη θέση μου αμέσως: Μόλις χτύπησε η πόρτα πετάχτηκα από τη θέση μου. 2. απορρίπτομαι ως άχρηστος: Πετάχτηκαν στους δρόμους οι άνθρωποι, γιατί δεν πλήρωσαν το νοίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πετάγομαι — πετάγομαι, πετάχτηκα, πετα(γ)μένος βλ. πίν. 22 Σημειώσεις: πετιέμαι – πετάγομαι : το πετιέμαι (και σπάνια το πετάγομαι) χρησιμοποιείται ως παθητικό του πετάω κυρίως με την έννοια → με απορρίπτει κάποιος ως άχρηστο (π.χ. τα σκουπίδια πρέπει να… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προεκθρώσκω — ΜΑ πετιέμαι έξω, ξεπηδώ προηγουμένως («φυτὰ προεκθορόντα εἰς γέννησιν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκθρῴσκω «πετιέμαι έξω, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
συνεκθρώσκω — Μ πετιέμαι έξω, εξορμώ μαζί με άλλους («συνεξέθορον ἔνοπλοι», Αλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, πετιέμαι εξω»] … Dictionary of Greek
αναπηδώ — ( άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ) 1. πηδώ προς τα επάνω 2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι 3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι μσν. (για φήμη) ακούγομαι έξαφνα αρχ. πηδώ προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πηδῶ … Dictionary of Greek
ανορούω — ἀνορούω (Α) 1. αναπηδώ, πετιέμαι επάνω 2. ανεβαίνω γρήγορα ψηλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ορούω «ορμώ προς τα εμπρός»] … Dictionary of Greek
ανόρνυμι — ἀνόρνυμι (Α) 1. ταράζω, εξεγείρω, εξάπτω 2. παθ. τινάζομαι επάνω, αναπηδώ, πετιέμαι … Dictionary of Greek
εκθρώσκω — ἐκθρῴσκω (Α) 1. πηδώ, πετιέμαι έξω 2. εξορμώ 3. (για την καρδιά) χτυπώ δυνατά 4. φεύγω γρήγορα 5. ξυπνώ 6. (για βρέφος) γεννιέμαι … Dictionary of Greek